Στις 22 Ιανουαρίου 1973, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών εξέδωσε την απόφασή του, για την δίκη Ρόυ εναντίον Γουέιντ. Την ίδια ημέρα, το Δικαστήριο αποφάσισε για τη δίκη Ντόε (Doe) εναντίον Μπόλτον (Bolton). Στην Υπόθεση Ρόυ, το Δικαστήριο κατέρριψε τον περί εκτρώσεων Νόμο της Πολιτείας του Τέξας.
Στην Υπόθεση Ντόε, το Δικαστήριο αφαίρεσε τους περιορισμούς για την έκτρωση σε έναν πολύ πιο φιλελεύθερο νόμο περί των εκτρώσεων, της Πολιτείας της Γεωργίας. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων ήταν να ανατραπούν όλοι οι νόμοι που περιόριζαν τις εκτρώσεις σε όλες τις Πολιτείες.
Στην Υπόθεση Ρόυ, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε για τις Πολιτείες, ένα πλαίσιο για την ρύθμιση των θεμάτων των εκτρώσεων, κάνοντας διάκριση ανάλογα με το τρίμηνο της κύησης. Η τοποθέτηση του Δικαστηρίου είχε ως ακολούθως:
- Κατά το 1ο τρίμηνο της κύησης, οι Πολιτείες δεν πρέπει να επεμβαίνουν ρυθμιστικά στις εκτρώσεις.
- Κατά το 2ο τρίμηνο της κύησης, οι Πολιτείες μπορούν να επεμβαίνουν ρυθμιστικά μόνο ως την προστασία της υγείας της μητέρας.
- Κατά το 3ο τρίμηνο της κύησης, οι Πολιτείες, μπορούν να ρυθμίζουν τις εκτρώσεις, έως της πλήρους απαγόρευσης, εκτός από τις περιπτώσεις που είναι απαραίτητες, για την διατήρηση της υγείας ή/και της ζωής της μητέρας, έπειτα από σχετική ιατρική γνωμάτευση.
Αλλά η διατύπωση που φαινομενικά άφηνε το περιθώριο της απαγόρευσης των εκτρώσεων κατά τη διάρκεια του 3ου τριμήνου κύησης, ήταν απατηλή, διότι στην Υπόθεση Ντόε, το Δικαστήριο προσδιόρισε την «υγεία», με έναν εξαιρετικά ευρύ ορισμό, έχοντας ως αποτέλεσμα να αποτραπεί τελικά η απαγόρευση στις εκτρώσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την προχωρημένη εγκυμοσύνη, τελικού σταδίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο νομοθέτησε πως ένας περιορισμός αναφορικά με τις εκτρώσεις παραβιάζει την 14η Τροπολογία του Συντάγματος, η οποία προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Αναλύοντας τη γνώμη του Δικαστηρίου στην Υπόθεση Ρόυ, ο Δικαστής Blackmun έγραψε ότι, «το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, το οποίο θεμελιώθηκε στην αντίληψη της 14ης Τροπολογίας του Συντάγματος, της προσωπικής ελευθερίας και τους περιορισμούς της δυνατότητας παρέμβασης της Πολιτείας, είναι αρκετά ευρύ ώστε δύναται να συμπεριλάβει την απόφαση μιας γυναίκας τερματίσει ή όχι μια εγκυμοσύνη».
Ακόμη και υποστηρικτές των εκτρώσεων παραδέχονται ότι η απόφαση της Υπόθεσης Ρόυ, είναι νομικά αστήρικτη. Ο Έντουαρντ Λαζάρους (Edward Lazarus), πρώην υπάλληλος του Blackmun (σ.μ. Harry Blackmun, 1908 - 1999, Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, υπέρμαχος της «ελευθερίας» στην έκτρωση) έγραψε: «Ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημα στην Υπόθεση Ρόυ; Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει μικρή συσχέτιση με το συνταγματικό δικαίωμα, που σκοπίμως συσχετίστηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση. Ένα συνταγματικό δικαίωμα περί της ιδιωτικότητας τόσο ευρύ ώστε να συμπεριλαμβάνει και την έκτρωση, δεν έχει καμία λογική θεμελίωση στο Συνταγματικό κείμενο, στην Ιστορία εν γένει ή σε άλλο ανάλογο προηγούμενο».
Ο Blackmun ισχυρίστηκε ότι το κυοφορούμενο (έμβρυο) δεν είναι ένα πρόσωπο (με τη νομική έννοια του όρου), σύμφωνα με την ορολογία και το νόημα της 14ης Τροπολογίας του Συντάγματος. Σημείωσε ότι «το Σύνταγμα δεν προσδιορίζει την έννοια του “προσώπου”, με περισσότερες λέξεις». Η λέξη «πρόσωπο (άτομο), χρησιμοποιείται μόνο σε χρόνο που ακολουθεί τη γέννηση, και όχι πριν από αυτή». Παρατηρεί δε ότι οι νόμοι των Ην. Πολιτειών που περιορίζουν τις εκτρώσεις, «δεν ανάγονται στο απώτερο παρελθόν ούτε καν στο εθιμικό δίκαιο». Οι νόμοι εκπηγάζουν από αλλαγές «στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα». Για το λόγο αυτό η λέξη πρόσωπο (άτομο) όπως έχει χρησιμοποιηθεί στην 14η τροπολογία, «δεν περιλαμβάνει τον αγέννητο άνθρωπο».
Κάθε ένα από τα επιχειρήματα της Απόφασης, καταπίπτει κάτω από τη νομική βάσανο.
Πρώτον, το Σύνταγμα δεν προσδιορίζει μεν το πρόσωπο, αλλά εν συνεχεία το Σύνταγμα δεν προσδιορίζει ούτε την ιδιωτικότητα. Το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε ένα διπλό κριτήριο στην Υπόθεση Ρόυ, δίνοντας αυθαιρέτως στη λέξη πρόσωπο έναν περιορισμένο ορισμό και ταυτοχρόνως στη λέξη ιδιωτικότητα μια ευρεία διατύπωση, με σκοπό να εκλογικεύσει την απόφασή του να νομιμοποιήσει την έκτρωση κατ’ απαίτηση.
Δεύτερον, εφόσον ένα έμβρυο δεν είναι πρόσωπο και οι προβλέψεις του Συντάγματος δεν εφαρμόζονται στο έμβρυο, τότε κατ’ αντιστοιχία και τα παιδιά δεν είναι πρόσωπα, και οι προβλέψεις του Συντάγματος δεν εφαρμόζονται ούτε στα παιδιά. Ούτε ακόμη και στους ενήλικες σε ορισμένες περιπτώσεις.
Τρίτον, είναι άσχετο αν οι νόμοι των Ην. Πολιτειών για τις εκτρώσεις ήταν πιο ελαστικοί στο παρελθόν. Πολλοί άλλοι νόμοι ήταν ελαστικότεροι και ελαφρύτεροι στο παρελθόν. Και είναι άσχετο αν οι νόμοι των Ην. Πολιτειών για τις εκτρώσεις έλκουν την προέλευσή τους από την επίδραση της νομολογίας, δηλαδή τις αποφάσεις των δικαστηρίων (σ.μ. επίδραση λόγω καταγωγής από το αγγλικό νομικό σύστημα, το οποίο συνίσταται κατά το μέγιστο μέρος του σε ένα σύνολο αποφάσεων των δικαστικών αρχών, παρά σε ένα πλέγμα νόμων που θεσπίστηκαν από ένα νομοθετικό σώμα, όπως πχ συμβαίνει με το γερμανικό νομικό σύστημα). Αρκετοί νόμοι προέρχονται από νομικές αποφάσεις.
Τέταρτον, όταν η 14η Τροπολογία του Συντάγματος υιοθετήθηκε το 1868, η έκτρωση ήταν ήδη παράνομη με τουλάχιστον 36 νόμους, οι οποίοι είχαν τεθεί σε ισχύ από νομοθετικά σώματα των πολιτειών ή επαρχιών τους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου ακριβώς νόμου της Πολιτείας του Τέξας, για τις εκτρώσεις, τον οποίο κατέρριψε με την απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Υπόθεση Ρόυ!!! Με άλλα λόγια πολιτειακοί νόμοι που απαγόρευαν την έκτρωση ήταν ήδη αναγνωρισμένοι και αποδεκτοί, προ του χρόνου της υιοθέτησης της 14ης Τροπολογίας. Και η 14η Τροπολογία δεν σκόπευε να ανατρέψει αυτούς τους νόμους που απαγόρευαν την έκτρωση. Υπό αυτό το σαφές νομικό πρίσμα η 14η Τροπολογία ανέκαθεν, συμπεριελάμβανε το αγέννητο παιδί ως πρόσωπο το οποίο δικαιούνταν την συνταγματική προστασία.
Παρά τις αποδείξεις ο Blackmun γνωμάτευσε διαφορετικά. Επιπροσθέτως ισχυρίστηκε ότι οι πολιτειακοί νόμοι που περιορίζουν – απαγορεύουν την έκτρωση είναι σε ασυμφωνία με την νομική θέση ότι ένα έμβρυο δύναται να επωφελείται από τη 14η Τροπολογία του Συντάγματος, και να προστατεύετε ως πρόσωπο. Προέβαλε τρεις ιδιαιτερότητες των πολιτειακών νόμων: α) τις εξαιρέσεις που επιτρέπουν τις εκτρώσεις για τη διάσωση της ζωής της μητέρας, β) την έλλειψη ποινών για τη γυναίκα που οδηγείται στην έκτρωση, και γ) τη διαφορά του ύψους των ποινών για την έκτρωση σε σχέση με το φόνο. Ισχυρίστηκε πως αν το έμβρυο είναι άνθρωπος, τότε οι πολιτειακοί νόμοι δεν θα έπρεπε να περιέχουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ο Blackmun παραθεώρησε το προφανές.
Πρώτον, το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχεται ότι η 14η Τροπολογία αφενός μεν προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή ενός ενήλικα, αφετέρου δε επιτρέπει την αφαίρεση μιας άλλης ζωής από έναν ενήλικα σε κατάσταση αυτοάμυνας. Η ίδια αρχή εφαρμόζεται σε μια μητέρα για την οποία το κυοφορούμενο έμβρυο προκαλεί άμεση και προφανή απειλή για την ζωή της. Οι νόμοι για τις εκτρώσεις, μεταξύ αυτών και ο νόμος του Τέξας, αναγνωρίζουν αυτήν ακριβώς την αρχή.
Δεύτερον, η έλλειψη ποινών για μια έγκυο γυναίκα αντικατοπτρίζει την ευρέως αποδεκτή άποψη ότι η έγκυος γυναίκα είναι και η ίδια θύμα αυτών που είναι πρόθυμοι να διαπράξουν εκτρώσεις και να επωφεληθούν από την ευαίσθητη θέση στην οποία έχει περιέλθει.
Τρίτον, η ποινή για τη θανάτωση ενός παιδιού σε ορισμένες Πολιτείες είναι μικρότερη από την ποινή ενός φόνου ενήλικα, αλλά σε καμία περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προέβη στη νομιμοποίηση της παιδοκτονίας.
Αφού ο Blackmun αποφάσισε ότι το έμβρυο δεν είναι πρόσωπο, αναφέρθηκε στη συνέχεια στο κύριο μέρος της προβληματικής της Υπόθεσης Ρόυ, ισχυριζόμενος: «Δεν χρειάζεται να επιλύσουμε την δύσκολη απορία για το πότε αρχίζει η ζωή. Εφόσον οι συστηματικώς ενασχολούμενοι με τις αρχές τις ιατρικής, της φιλοσοφίας και της θεολογίας δεν είναι ικανοί να καταλήξουν στο οποιοδήποτε συμπέρασμα, το Δικαστικό Σώμα, ως προς αυτό το σημείο της εξέλιξης της ανθρώπινης γνώσης, δεν είναι σε θέση να καταθέσει μια απάντηση».
Αυτό το οποίο ο Blackmun δεν αποκάλυψε είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ΓΝΩΡΙΖΕΙ την απάντηση. Το Δικαστήριο σκοπίμως αγνόησε τα γεγονότα και παραπλάνησε το λαό.
Πρώτον, το ερώτημα για πότε αρχίζει η ζωή δεν αφορά ούτε την φιλοσοφία ούτε την θεολογία. Το ερώτημα αφορά την επιστήμη.
Δεύτερον, η ιατρική κοινότητα είχε ήδη φθάσει σε μια κοινή ομολογία ότι η ζωή αρχίζει με τη σύλληψη. Τον Οκτώβριο του έτους 1971, μια ομάδα ειδικών ιατρών είχαν υποβάλλει μία αναφορά amicus curiae (υπόμνημα προς ένα Δικαστήριο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν μετέχουν στη δίκη), προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Η αναφορά τους αποδείκνυε κατηγορηματικά ότι η επιστήμη (εμβρυολογία, νεογνολογία, γενετική, περιγεννητική επιστήμη, όλοι οι επιμέρους τομείς της βιολογίας), τοποθετεί την έναρξη της ζωής του ανθρώπου από τη σύλληψη. Και ούτε ένας από τους επιστήμονες αυτούς δεν ανακάλεσε την παρέμβασή του.
Αντί να συνεκτιμήσουν τα επιστημονικά δεδομένα, ο Blackmun ανέλαβε ενδεχομένως το πιο ανόητο εγχείρημα στην ιστορία των Αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου, εκθέτοντας μια τέτοια γνώμη. Χρησιμοποίησε σχεδόν 4.000 λέξεις κάνοντας μια σύνοψη της ιστορίας της ανθρώπινης σκέψης, πληροφορώντας μεταξύ άλλων το λαό ότι, οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι δεν προέβαλαν κάποια ιδιαίτερη αντίδραση στην έκτρωση. Ο Blackmun απέτυχε να επισημάνει ότι μαζί με την αποδοχή της έκτρωσης, οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι πραγματοποιούσαν ανθρώπινες θυσίες. Προφανώς όμως, προς υπεράσπισή του, μάλλον δεν εννοούσε ότι θα έπρεπε και εμείς σήμερα να επιτρέψουμε και τις ανθρωποθυσίες, αλλά μόνο τις εκτρώσεις.
Ο Blackmun υιοθέτησε το σκεπτικό ότι το έμβρυο είναι απλώς μια «εν δυνάμει ζωή». Για το λόγο αυτό γνωμάτευσε ότι, ενώ οι Πολιτείες δεν μπορούν να παραθεωρήσουν «το δικαίωμα της γυναίκας να τερματίσει την εγκυμοσύνη της», οι Πολιτείες έχουν ένα «σημαντικό και νόμιμο δικαίωμα» να προστατεύσουν την εν δυνάμει ζωή. Το ενδιαφέρον αυτό αρχίζει σε ένα κρίσιμο και ουσιαστικό χρονικό σημείο κατά το οποίο επιτυγχάνεται η «βιωσιμότητά του», τη χρονική στιγμή δηλαδή που «το έμβρυο έχει πιθανώς την ικανότητα να διάγει μιά ζωή με περιεχόμενο έξω από την μήτρα της μητέρας του».
Το συγκεκριμένο επιχείρημα του Blackmun είναι χωρίς λογική και δεν μπορεί να αιτιολογηθεί. Ένα έμβρυο εντός της μήτρας και ένα βρέφος εκτός της μήτρας είναι εξίσου αναγκασμένα να στηρίζονται σε άλλους για την επιβίωσή τους. Ο ισχυρισμός ότι ο ένας έχει την ικανότητα για μια ζωή με νόημα και ο άλλος δεν την διαθέτει, δεν έχει την παραμικρή ιατρική ή νομική βάση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ : ο Blackmun κατέληξε ότι η απόφαση για την έκτρωση θεωρούμενη από όλες τις πλευρές, είναι εγγενώς και πρωτίστως μία ιατρική απόφαση, και η βασική ευθύνη για αυτή πρέπει να παρασχεθεί στον ιατρό.
ΛΑΘΟΣ. Η έκτρωση από κάθε οπτική γωνία είναι μία δολοφονία με πρόθεση μίας αθώας ανθρώπινης ζωής, η οποία δεν είναι μια ιατρική απόφαση. Και η ευθύνη για αυτή την απόφαση εναπόκειται στην Κυβέρνηση, όχι στον ιατρό.
ΥΠΟΘΕΣΗ PLANNED PARENTHOOD ΕΝΑΝΤΙΟΝ CASEY.
Στην Υπόθεση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ένα νόμο της Πολιτείας της Πενσυλβάνια, ο οποίος έθετε ρυθμιστικό πλαίσιο για τις εκτρώσεις.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν απαιτήσεις για πληροφόρηση, συγκατάθεση γονέων, δικαστική γνωμάτευση για την περίπτωση ενδεχομένης γονεϊκής παράκαμψης για έκτρωση , ενημέρωση του συζύγου, διάφορες εξαιρέσεις ενημέρωσης, γνωμάτευση για την δικαιολόγηση του επείγοντος περιστατικού άμβλωσης και αναφορές στοιχείων που αφορούν το περιστατικό από τους παροχείς υπηρεσιών εκτρώσεων.
Την 29η Ιουνίου 1992, η απόφαση του Δικαστηρίου ανακοινώθηκε και εξηγήθηκε από τους Δικαστές Ο’ Κόνορ (O’Connor), Κέννεντυ (Kennedy )και Σούτερ (Souter), οι οποίοι ήταν σε ορισμένα σημεία υποστηριζόμενοι από τους Δικαστές Στίβενς (Stevens ) και Μπλάκμιουν (Blackmun).
Ενώ η Υπόθεση Ρόυ εναντίον Γουέιντ δεν σχετίζονταν ευθέως με το νόμο της Πενσυλβάνια, ο οποίος δεν απαγόρευε τις εκτρώσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε – νομολόγησε ότι η ουσία, το κύριο βάρος της Υπόθεσης Ρόυ: «πρέπει να διατηρηθεί και να επιβεβαιωθεί ξανά».
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι «η Ελευθερία δεν μπορεί να βρεί καταφύγιο σε μία νομική απόφαση που διαπνέεται από επιφυλακτικότητα και αμφιβολία. Ήδη, 19 χρόνια μετά την απόφασή μας ότι το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα μιας γυναίκας να τερματίσει την εγκυμοσύνη της σε πρώιμο στάδιο (Ρόυ εναντίον Γουέιντ, Απόφαση υπ’ αριθ. 410 ΗΠΑ 113 – έτος 1973), ο προσδιορισμός της ελευθερίας παραμένει έως σήμερα αμφίβολος».
Αλλά είναι ακριβώς ο ορισμός που έδωσε το Δικαστήριο ή για την ακρίβεια η έλλειψη ορισμού περί της ανθρώπινης ζωής, και η άρνηση του Δικαστηρίου να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή, που προκαλούν ακόμη ερωτήματα. Και η παράλογη και αδικαιολόγητη επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου προσπαθώντας να δικαιολογήσει την επιμονή του στην Ρόυ, το μόνο που εξυπηρετούν είναι ακριβώς το να κάνουν μεγαλύτερη την αντίδραση.
Υπερασπιζόμενο την απόφαση Ρόυ, το Ανώτατο Δικαστήριο επιχειρηματολόγησε λέγοντας πως «η νομική απόφαση για την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων ίσως απαιτεί από το Δικαστήριο να εφαρμόσει την αιτιολογημένη κρίση του, προκειμένου να καθορίσει τα όρια μεταξύ της ιδιωτικής ελευθερίας και τις απαιτήσεις της οργανωμένης κοινωνίας».
Όμως, όπως η Δικαστής Σκάλια (Scalia) επεσήμανε, με μια ειλικρινή θεώρηση, το Δικαστήριο δεν ισχυρίστηκε ότι η Υπόθεση Ρόυ εναντίον Γουέιντ ήταν μια «ορθή εφαρμογή αιτιολογημένης κρίσεως»‧ κατά κυριολεξία είμαστε υποχρεωμένοι να την εφαρμόζουμε, λόγω της απόλυτης εφαρμογής της νομικής αρχής του τετελεσμένου, της ύπαρξης δηλαδή νομικού προηγουμένου. Για άλλη μια φορά, το Δικαστήριο παρουσίασε εσφαλμένα το υπό κρίση ζήτημα, διότι είναι η ζωή αυτή καθ’ εαυτή, η οποία πρέπει να καθοριστεί νομικά και όχι οι απαιτήσεις μιας οργανωμένης κοινωνίας και τα όριά της με την ατομική ελευθερία.
Το Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η συνταγματική προστασία της απόφασης κάθε γυναίκας να τερματίσει την εγκυμοσύνη της, απορρέει από την Προσθήκη της 14ης Τροπολογίας του Συντάγματος. Διακηρύσσοντας με τον τρόπο αυτό ότι καμία Πολιτεία δεν μπορεί να στερήσει κανενός ατόμου τη ζωή, την ελευθερία ή την περιουσία, χωρίς να υπάρχει νομική προστασία. Η καθοριστικής σημασίας λέξη που διέπει την εκτίμηση των επίδικων υποθέσεων είναι ακριβώς η λέξη «Ελευθερία». Ή μάλλον για την ακρίβεια οι λέξεις «Ζωή» και «Ελευθερία».
Συνεχίζοντας με το επιχείρημα περί ελευθερίας, το Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι η υποχρέωσή μας είναι να προσδιορίσουμε εν τέλει την έννοια της ελευθερίας, όχι να επιδείξουμε τον προσωπικό μας ηθικό κώδικα. Το μέγιστο βάρος στο εν λόγω συνταγματικό θέμα είναι κατά πόσον η Πολιτεία επιτρέπεται να επιλύσει αυτές τις φιλοσοφικές ερωτήσεις, κατά τρόπο που να στερεί από τη γυναίκα το δικαίωμα στην επιλογή στο παρόν ζήτημα (στην έκτρωση).
Πρώτον, η υποχρέωση του Δικαστηρίου είναι επίσης να προσδιορίσει και την έννοια της ζωής για όλους, μια υποχρέωση που το Δικαστήριο απέτυχε να φέρει σε πέρας.
Δεύτερον, το Δικαστήριο με δεξιοτεχνία επεισήγαγε την ηθική και τη φιλοσοφία στο ζήτημα, αποφεύγοντας να αντικρύσει τα γεγονότα, τα επιστημονικά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι ένα έμβρυο είναι μια πλήρης ανθρώπινη ζωή, καθώς επίσης και τα νομικά γεγονότα που αποδεικνύουν ότι το έμβρυο θεωρείται πλήρης άνθρωπος, δικαιούμενο την προστασία της 14ης Τροπολογίας.
Κατά την υποστήριξη της απόφασής του, το Δικαστήριο ξέφυγε σε έναν ιδεολογικό φανταστικό κόσμο. «Στην καρδιά της ελευθερίας βρίσκεται το δικαίωμα να καθορίσει κάποιος την δική του αντίληψη περί υπάρξεως, περί αξιών, περί σύμπαντος και περί του μυστηρίου της ανθρώπινης ζωής. Οι παγιωμένες απόψεις για τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν θα έπρεπε να καταστούν ικανές να καθορίζουν τη στάση της κάθε προσωπικότητας με βάση τον καταναγκασμό της Πολιτείας», ισχυρίστηκε το Δικαστήριο.
Και πάλι, επανερχόμενοι στο ζήτημά μας, επισημαίνουμε πως το Σύνταγμα υποστηρίζει την ζωή συγχρόνως με την ελευθερία. Πώς όμως είναι δυνατόν το Ανώτατο δικαστήριο να διατείνεται πως σέβεται και υποστηρίζει το Σύνταγμα και προστατεύει τη ζωή, αφού έχει παραιτηθεί από το «δικαίωμά του να δίνει τον ορισμό της ζωής»; Αλλά εδώ ακριβώς είναι το κλειδί της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο προέβαλε ότι απαγορεύοντας την έκτρωση, οι Πολιτείες, επέβαλαν τη δική τους οπτική για το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Το να τίθενται υπό ερώτηση τα κίνητρα των άλλων, είναι μια προσφιλής τακτική των υποστηρικτών των εκτρώσεων. Η κατηγορία βέβαια που εξαπολύεται είναι αστήρικτη. Η Πολιτεία περιορίζει την έκτρωση για να προστατεύσει τη ζωή.
Αφού κατεβλήθη σημαντική προσπάθεια παρακάμπτοντας το κατ’ εξοχήν ζήτημα της Υπόθεσης Ρόυ, δηλαδή τον προσδιορισμό της ζωής, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τη θέση του πως η «Εφαρμογή της νομικής αρχής του τετελεσμένου (του νομικού προηγουμένου, σύμφωνα με προηγούμενη δικαστική απόφαση) κατευθύνει στο ότι η βασική αντίληψη της Υπόθεσης Ρόυ πρέπει να επιβεβαιωθεί εκ νέου».
Όμως όπως ο Επικεφαλής Δικαστής Ρένκουϊστ (Rehnquist) επεσήμανε, λαμβάνοντας αποστάσεις, πως το Δικαστήριο δεν ισχυρίστηκε ότι η απόφαση Ρόυ ήταν σωστή και ακριβής ερμηνεία του Συντάγματος. Και το δόγμα του «νομικού προηγούμενου» δεν σημαίνει με κανένα τρόπο πως κάθε νέα υπόθεση οφείλει να υιοθετεί την ίδια λανθασμένη ερμηνεία του Συντάγματος, όπως και η αρχική Υπόθεση.
Το Δικαστήριο πρόσθεσε «παρά το γεγονός ότι η απόφαση Ρόυ προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, δεν αποδείχθηκε σε καμία περίπτωση αναποτελεσματική». Αυτή είναι μία από τις διαπιστώσεις, στις οποίες προέβη το Δικαστήριο και για τις δύο Υποθέσεις (Ρόυ και Κέισυ), και ήταν ακριβείς. Αλλά ενώ ήταν αληθής για τη χρονική στιγμή που βγήκε η ετυμηγορία Κέισυ το 1992, δεν είναι αληθής για το σήμερα. Μόνο στο πρώτο ήμισυ του 2011 έχουν ψηφιστεί εκατοντάδες νέοι νόμοι που περιορίζουν την άμβλωση, δεκάδες σε άμεση αντίθεση με τον Ρόυ, έχουν εισαχθεί προς εξέταση από τα νομοθετικά σώματα πολλών Πολιτειών, και πολλοί έχουν τεθεί σε εφαρμογή.
Ακολούθως, το Δικαστήριο αποπειράθηκε και πάλι να επαναβεβαιώσει την απόφασή του να ακολουθήσει το νομικό προηγούμενο, καταφεύγοντας σε σαθρή βάση επιχειρημάτων, υποθέτοντας πως «μέσα σε δύο δεκαετίες οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, οι άνθρωποι οργάνωσαν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και υιοθέτησαν επιλογές, οι οποίες διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους και τη θέση τους στην κοινωνία, σε άμεση συνάρτηση με τη διαθεσιμότητα της έκτρωσης, στην περίπτωση που οι μέθοδοι αντισύλληψης αποτύγχαναν». Και «η ικανότητα των γυναικών να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Έθνους, διευκολύνθηκε με τη δυνατότητα που τους προσφέρεται να ελέγχουν την αναπαραγωγική τους λειτουργία».
Ενώ, οι υποστηρικτές των εκτρώσεων αρέσκονται να ισχυρίζονται ότι όλες οι γυναίκες ή διαφορετικά ο μισός ανθρώπινος πληθυσμός, θα δεχόταν καίριο πλήγμα με την αναθεώρηση της απόφασης Ρόυ, η πραγματικότητα είναι πως στην πλέον ιδανική περίπτωση, μόνο το 25% του πληθυσμού είναι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, και από αυτή την ομάδα, κατά προσέγγιση το 60% πιστεύουν ότι η έκτρωση θα έπρεπε να είναι παράνομη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ή εν πάση περιπτώσει νόμιμη σε ελάχιστες περιπτώσεις. Επίσης, η πρόταση ότι οι γυναίκες οφείλουν στην έκτρωση την τρέχουσα επιτυχία τους στην κοινωνία, έρχεται σε αντίθεση με την προσήλωσή τους στους στόχους τους , τη σκληρή δουλειά και τις ικανότητές τους, και είναι εξαιρετικά ύποπτη.
Ο Επικεφαλής Δικαστής Ρενκουϊστ περιέγραψε την αδυναμία λήψης σωστής απόφασης εφαρμόζοντας την αρχή του συσχετισμού. Έγραψε πως θα μπορούσε να γίνει «όπως και σε ποικίλες περιπτώσεις στο παρελθόν και καθώς συνέβη για την περίεργη (απόφαση) του Δικαστηρίου πως το Σύνταγμα επιτρέπει “ξεχωριστή αλλά ισότιμη αντιμετώπιση των μειονοτήτων». Υποστήριξε «πως αυτό το “ξεχωριστή αλλά ισότιμ” δόγμα κράτησε 58 χρόνια» αλλά όπως «το γεγονός πως μια γενεά ή και περισσότερο μεγάλωσε ταυτισμένη με αυτή τη μείζονα αντίληψη, δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να διορθώσει την λανθασμένη τοποθέτησή του στο ζήτημα αυτό, κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα έπρεπε να το εμποδίσει από το να ερμηνεύσει σωστά το Σύνταγμα εκ των υστέρων και στην προκειμένη περίπτωση». Αλλά το έκανε.
Η περιφρόνηση του Δικαστηρίου για την αλήθεια ήταν εντυπωσιακή. Από το έτος 1973, το Δικαστήριο αρνιόταν να επανεξετάσει τα κύρια σημεία της απόφασης Ρόυ, και επιπλέον απέτρεπε κάθε προσπάθεια για εκ των υστέρων αναθεώρηση της αρχικής απόφασης με βάση το Σύνταγμα. Μάλιστα το 1992, αποφασίζοντας για την Υπόθεση Κέισυ, το Δικαστήριο είχε τη κακία να αποφανθεί ότι η απόφαση Ρόυ δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση διότι οι συνταγματικές εξελίξεις, όπως είχαν διαμορφωθεί ακολούθως, δεν είχαν διαταράξει ούτε απειλήσει την έννοια της ελευθερίας όπως είχε αναγνωρισθεί με την απόφαση Ρόυ.
Το Δικαστήριο εξήγησε ότι «Καμία αλλαγή δεν συντελέστηκε που να έχει καταστήσει αναχρονιστική τη βασική νομική θεμελίωση της απόφασης Ρόυ, και κανείς δεν δύναται να υποστηρίξει επιχείρημα για την ακύρωσή της». Αλλ’ όμως το Δικαστήριο σκοπίμως αγνόησε τα επιστημονικά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι η ανθρώπινη ζωή αρχίζει με τη σύλληψη. H αντικειμενική θεμελίωση της απόφασης Ρόυ κάθε άλλο παρά αντικειμενική ήταν. Η απόφαση Ρόυ δομήθηκε επί λαθών λογικής αιτιολόγησης, εσφαλμένους ισχυρισμούς, απάτη και σκόπιμη απόκρυψη γεγονότων, τέτοιων που καταδεικνύουν ότι το κεντρικό σκεπτικό της απόφασης Ρόυ είναι αναξιόπιστο.
Το Δικαστήριο στη συνέχεια από την αμυντική στάση, οδηγήθηκε στην απόγνωση, βεβαιώνοντας πως: «Μία απόφαση που θα απαξίωνε το κεντρικό σκεπτικό της απόφασης Ρόυ, κάτω από τις παρούσες συνθήκες θα προκαλούσε ζημία, ακόμη και εάν είχε όντως υπάρξει λάθος, με τελικό κόστος αφενός την εμφανή και πλήρως ανεπιθύμητη προσβολή της αξιοπιστίας του Δικαστηρίου, αλλά και εις βάρος της αφοσίωσης και υποταγής του Έθνους στο Κράτος Δικαίου».
Οι υφιστάμενες περιστάσεις ήταν η δημόσια αντίθεση στην απόφαση Ρόυ και οι προσπάθειες ανατροπής της και ακύρωσης της εφαρμογής της. Η ακύρωση του σκεπτικού της απόφασης για το λόγο αυτό, θα εμφανιζόταν ως μία αυτοπαράδοση στην πολιτική πίεση και μία αδικαιολόγητη αποκήρυξη της αρχής πάνω στην οποία θεμελιώνεται η αυθεντία του Δικαστηρίου. Η απώλεια της εμπιστοσύνης της Χώρας στο Δικαστήριο, θα υποσημειωνόταν εφόσον το Δικαστήριο θα αποτύγχανε να παραμείνει πιστό σε όσους υποστήριζαν την απόφαση με προσωπικό κόστος.
Το Δικαστήριο επέμεινε ότι το «λάθος» δεν είναι επαρκής λόγος για την ανατροπή της απόφασης Ρόυ, ένεκα της «ζημίας» που θα προκαλούσε αυτή η ανατροπή. Από την άλλη η ζημία που προκαλείται με την μη ανατροπή της απόφασης Ρόυ, είναι περισσότερες από ένα εκατομμύριο (1.000.000) αθώες ζωές που σκοτώνονται κάθε έτος. Και έχει με πεισματικό τρόπο προσκολληθεί στην απόφαση Ρόυ, με τις παράλογες ατεκμηρίωτες δικαιολογίες που διαβρώνουν την αξιοπιστία του και την αφοσίωση του Έθνους στον κανόνα του Νόμου.
Σε μια επίδειξη ακραίας αλαζονείας, το Δικαστήριο στη συνέχεια διακήρυξε: «Όποτε, κατά την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων, το Δικαστήριο αποφασίζει για μια υπόθεση ώστε να διευθετήσει έντονα διχαστικές υποθέσεις, όπως αυτές της περίπτωσης Ρόυ και άλλες παρόμοιες σπάνιες υποθέσεις, η απόφασή του χαρακτηρίζεται από μιά διάσταση που η επίλυση μιας συνηθισμένης απόφασης δεν έχει. Πρόκειται για την διάσταση που εμφανίζεται οποτεδήποτε η ερμηνεία του Συντάγματος από το Δικαστήριο γίνεται, προκειμένου οι αντιμαχόμενες πλευρές σε μιά εθνική διαμάχη να σταματήσουν τον εθνικό διχασμό αποδεχόμενες μια κοινή εντολή που βασίζεται στο Σύνταγμα».
Το Δικαστήριο δικτατορικώ τω τρόπω συμπέρανε ότι διαθέτει την εξουσία να θέσει τέρμα σε μια πολιτική διαμάχη. Το Δικαστήριο απλά δεν μπορούσε να αποδεχθεί το γεγονός ότι, παρά την απόφασή του στην Υπόθεση Ρόυ, Το κίνημα υπέρ της Ζωής δεν θα αποδεχόταν την ερμηνεία του επί του Συντάγματος, ώστε να αποχωρήσει από τη δημόσια σκηνή.
Εν τέλει, αφού γνωμοδότησε σχετικά με την αναγκαιότητα της στοίχισης στο νομικό προηγούμενο, με σκοπό να διαφυλάξει την αξιοπιστία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο εγκατέλειψε το νομικό προηγούμενο (!), απορρίπτοντας οριστικώς την οριοθέτηση στα τρίμηνα της κύησης, που έδινε το δικαίωμα παρέμβασης εκ μέρους της πολιτείας, και κατέφυγε στη χρήση νομικών προβλέψεων άλλων νομικών κειμένων, κάνοντας αναλογική προβολή – εφαρμογή τους στην προκειμένη περίπτωση.
Το Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι «μια νομική πρόβλεψη είναι άκυρη, στην περίπτωση κατά την οποία ο σκοπός της ή το αποτέλεσμά της θέτει ουσιαστικά εμπόδια στην πορεία μιας γυναίκας που επιδιώκει μία έκτρωση, πριν το έμβρυο καταστεί βιώσιμο».
ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Εκτιμάται ότι αμφότερες οι ανωτέρω αποφάσεις Roe v. Wade και Planned Parenthood v. Casey θα ανατραπούν. Κάτω από ποιες συνθήκες, σε ποιο βαθμό και πότε, είναι ερωτήσεις που εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητες.
Τα τρία πιθανότερα ενδεχόμενα είναι:
Ρόυ και Κέισυ θα ανατραπούν όχι με μία μόνο απόφαση, αλλά με μια διαδικασία περισσοτέρων υποθέσεων, στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ εξακολούθηση θα επικυρώνει αυξανόμενους πολιτειακούς περιορισμούς στις εκτρώσεις.
Ρόυ και Κέισυ θα ανατραπούν με μία μόνο απόφαση στην οποία το Δικαστήριο δεν θα αποφανθεί ότι το έμβρυο είναι άνθρωπος, κανονικό πρόσωπο, άτομο.
Ρόυ και Κέισυ θα ανατραπούν με μία μόνο απόφαση στην οποία το Δικαστήριο θα αποφανθεί ότι το έμβρυο είναι άνθρωπος, κανονικό πρόσωπο, άτομο.
Μία υπόθεση είναι υποχρεωτικό να αναθεωρηθεί και να ακυρωθεί υπό το βάρος των γεγονότων ή με την κατανόηση αυτών, να αλλάξει μάλιστα από αυτούς τους ίδιους που παρείχαν τα απαιτούμενα επιχειρήματα για τα προγενέστερα Συνταγματικά ψηφίσματα όπως παρουσιάστηκαν στην υπόθεση Κέισυ. Η ανατροπή της απόφασης πρέπει να γίνει αντιληπτή από το Έθνος και να υποστηριχθεί, ως μία ανταπόκριση του Δικαστηρίου στις διαφοροποιημένες περιστάσεις. Εφαρμόζοντας αυτά τα ίδια τα κριτήρια του Δικαστηρίου, οι αποφάσεις Ρόυ και Κέισυ, είναι υποχρεωτικό να αναθεωρηθούν και να καταργηθούν.
Κάθε ένα – όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην τεκμηρίωση των αποφάσεων Ρόυ και Κέισυ, έχουν καταπέσει, επιπλέον δε προκύπτει ότι έχει διαφοροποιηθεί η αντίληψη για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν. Τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι η ανθρώπινη ζωή αρχίζει με τη σύλληψη, και ότι το έμβρυο είναι ένα πρόσωπο , σύμφωνα με το πνεύμα και το νόημα της 14ης Τροπολογίας του Συντάγματος. Για τους λόγους αυτούς μία απόφαση ανατρεπτική των αποφάσεων Ρόυ και Κέισυ θα μπορούσε εύκολα να γίνει κατανοητή και υποστηρίξιμη.
Από τους εννέα υφιστάμενους Δικαστές (σημ. μετ. εννοεί κατά το χρόνο συγγραφής του άρθρου),, οι τέσσερις δεν θα ανατρέψουν τις αποφάσεις Ρόυ και Κέισυ για κανέναν λόγο. Ενώ άλλοι δύο (Σκάλια και Τόμας) θα τις ανέτρεπαν και θα παρέπεμπαν το ζήτημα στις Πολιτείες. Ο έτερος Δικαστής Κέννεντυ έλαβε μέρος στην απόφαση Κέισυ, γεγονός το οποίο υποδεικνύει προς το παρόν ότι δεν είναι δυνατή η ανατροπή καμίας από τις δύο αποφάσεις, αλλά πιστεύεται ότι νέα επιχειρήματα ενδέχεται να τον επηρεάσουν, όπως προκύπτει βάσιμα από τις αποφάσεις του σε πιο πρόσφατες υποθέσεις που σχετίζονται με εκτρώσεις.
Το εάν οι δύο επίμαχες αποφάσεις αμφισβητηθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο με αυτή ή με μια διαφορετική μελλοντική σύνθεση, θα έχει σημασία για να καθορισθεί η στρατηγική και η επιχειρηματολογία που θα χρησιμοποιηθούν.
Ατυχώς, οι προσωπικές πεποιθήσεις του κάθε Δικαστή είναι εξίσου σημαντικές με το Σύνταγμα, το Νόμο και τα ίδια τα γεγονότα.
Την επόμενη φορά που μια υπόθεση σχετική με έκτρωση θα εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το Δικαστήριο θα αναγκαστεί να αποδεχθεί τα επιστημονικά δεδομένα και να καταρρίψει τις αποφάσεις Ρόυ και Κέισυ, ή σε διαφορετική περίπτωση θα αρνηθεί τα επιστημονικά δεδομένα ενώπιον ολόκληρης της κοινής γνώμης, αποκαλύπτοντας τις δικές του μεροληψίες και καταστρέφοντας την αξιοπιστία του, θέτοντας ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη δημόσια αντιπαράθεση και περαιτέρω αποστασιοποίηση από τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα.
Σε κάθε περίπτωση οι ημέρες κατά τις οποίες κυριαρχεί η έκτρωση κατ’ απαίτηση, πλησιάζουν προς το τέλος τους.
Πηγή: liveaction.org