Όταν οι Τοίχοι Μιλούν - Το Κοριτσάκι του Μπαμπά


Μια παράξενη ατμόσφαιρα διαμορφώνεται στο θάλαμο αναμονής μιας Κλινικής εκτρώσεων, καθώς οι γυναίκες αναμειγνύονται περιμένοντας για τη δική τους επέμβαση. Αρκετές πιάνουν μια θέση και ξεχνιώνται με τις οθόνες των κινητών ή άλλων παρόμοιων συσκευών. Άλλες ξεφυλλίζουν περιοδικά για τη μόδα, με θέματα επιφανειακά, όπως το ποια ηθοποιός φορούσε το πιο εντυπωσιακό φόρεμα. Συχνά σπάει ο πάγος με κάποιο ετοιμόλογο σχόλιο, εξευτελίζοντας τον κόσμο που διαδηλώνει υπέρ της ζωής έξω από το κτήριο. Τέτοια σχόλια είναι του τύπου: «αυτοί οι άνθρωποι έχουν πιάσει μια πολύ καλή θέση εργασίας» ή «δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν;». Υποτιμητικές παρατηρήσεις ή νευρικό γέλιο ακολουθεί και κάπως έτσι οι γυναίκες αρχίζουν να συνδέονται μεταξύ τους.

Η απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη δεν αφήνει περιθώριο σεβασμού στα πρόσωπα. Το πελατολόγιο των Κλινικών εκτρώσεων είναι κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας. Κορίτσια που μόλις έχουν μπει στην εφηβεία και γυναίκες στο τέλος της αναπαραγωγικής τους ζωής, απόφοιτες πανεπιστημιακών σχολών και απόκληρες που παράτησαν το γυμνάσιο, γυναίκες κάθε εθνικότητας και οποιουδήποτε θρησκευτικού υποβάθρου συναθροίζονται στο θάλαμο αναμονής, αναμένοντας να θέσουν τέρμα στη ζωή των μωρών τους.

Επιφανειακά η κουβεντούλα τους έμοιαζε να μην διαφέρει καθόλου από μια συνηθισμένη πολιτισμένη επικοινωνία, που λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Τα κορίτσια μπορούσαν να μιλούν για τις δουλειές τους, τους φίλους τους και τα παιδιά τους. Κατά κανόνα η συζήτηση θα κατέληγε στο λόγο που τις οδήγησε τη συγκεκριμένη ημέρα στην κλινική. Οι διαμαρτυρόμενοι έξω στο δρόμο, όσο ειρηνικοί και να ήταν, βοηθούσαν ώστε οι γυναίκες να θεωρούν ότι κάποιος τις κυνηγάει και αναπτυσσόταν ένα είδος συντροφικότητας μεταξύ τους.

Πολύ συχνά μοιράζονταν τις ιστορίες τους, με κάθε λεπτομέρεια για τις ιδιαίτερες περιστάσεις, εξηγώντας γιατί ήταν πρακτικά αδύνατο για αυτές να συνεχίσουν την εγκυμοσύνη. Οι υπόλοιπες τις άκουγαν και επιδοκίμαζαν. Κάθε γυναίκα λάμβανε διαβεβαιώσεις ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, διότι σε διαφορετική περίπτωση, ούτε οι υπόλοιπες θα είχαν αποφασίσει ορθά. Έτσι δεν είναι; Γυναίκες που ήταν τακτικές πελάτισσες της κλινικής θα έδιωχναν μακριά τους φόβους αυτών που έφθαναν για πρώτη φορά, με μια απλή κίνηση του χεριού τους: «Είναι σύντομη και εύκολη, όλα θα είναι τέλεια».

Τα κοινότοπα επιχειρήματα που αντάλλασαν, εξυπηρετούσαν ένα μηχανισμό άμυνας, για να σιγήσουν οι ενοχές και να δικαιολογήσουν την απόφαση που επρόκειτο σε λίγες στιγμές να υλοποιήσουν.

Εγώ έριχνα συχνά μια ματιά στις γυναίκες στο θάλαμο αναμονής, μέσα από το διαχωριστικό τζάμι, καθώς περιφερόμουν μέσα στην κλινική. Μία μετά την άλλη, καλούνταν για την τυποποιημένη διαδικασία πριν την επέμβαση, για «συμβουλευτική» και συμπλήρωση των απαραίτητων εγγράφων. Τα πρόσωπα των πολυάριθμων γυναικών, στις οποίες πουλούσα τις υπηρεσίες της κλινικής, έχουν ξεθωριάσει πια. Ενδεχομένως να είναι ένας μηχανισμός άμυνας του δικού μου μυαλού. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια πρόσωπα τα οποία επίμονα αρνούνται να παραμερίσουν μαζί με όλα τα άλλα. Πρόσωπα που μπορώ να τα δω πολύ καθαρά όταν κλείνω τα μάτια μου. Μία από αυτές είναι μια δεκαεξάχρονη κοπέλα με καθαρό, απαλό δέρμα και κατακόκκινα μακριά μαλλιά. Ας της δώσω το όνομα Λίλυ.

Μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση από την πρώτη κιόλας στιγμή. Το πρόσωπό της δεν είχε καθόλου μακιγιάζ, δεν φορούσε κοσμήματα και η ενδυμασία της δεν ανέγραφε καμία επωνυμία εταιρείας. Αντί να παίζει με το κινητό της ή να χασκογελάει με τις άλλες κοπέλες, η Λίλυ κρατούσε σφιχτά ένα βιβλίο και το διάβαζε με μεγάλη αφοσίωση. Θυμάμαι πόσο πολύ αταίριαστη ήταν για το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. Ενώ οι πλειοψηφία των πελατών μας είχε ένα μάλλον κοσμικό τρόπο συμπεριφοράς, η Λίλυ απέπνεε έναν αέρα αθωότητας. Ο πατέρας της καθόταν ακριβώς δίπλα της, με το μπράτσο του περασμένο προστατευτικά πάνω από τους ώμους της.

Όταν τους κάλεσα για τα τυπικά έγγραφα και την καθορισμένη συμβουλευτική επικοινωνία, ο πατέρας της Λίλυ διαρκώς την διέκοπτε για να τη ρωτήσει αν ήταν σίγουρη πως έκανε αυτό το οποίο ήθελε. Κάθε φορά απαντούσε πως ήταν σίγουρη, αλλά η απόκρισή της έμοιαζε λίγο πιο επιφυλακτική. Έκανα ότι ακριβώς είχα εκπαιδευτεί να πράττω όταν διακρίναμε αναποφασιστικότητα. Αδιαφόρησα για το δισταγμό και τον προφανή προβληματισμό της και βιαστικά προχώρησα στο καθαρά νομικό μέρος. Εν τέλει, ο πατέρας της έδωσε διστακτικά τη συγκατάθεσή του και αμέσως τον απομακρύναμε από την κόρη του, πηγαίνοντάς τον στο θάλαμο αναμονής. Η λύπη στα μάτια του με κυνηγάει ακόμη.

to koritsaki toy mpampa 02


Συνόδευσα τη Λίλυ στο πίσω δωμάτιο και με σταμάτησε καθώς ετοιμαζόμουν να αναχωρήσω. Με παρακάλεσε αν μπορούσα να μείνω μαζί της και να της κρατάω το χέρι όσο θα κρατούσε η επέμβαση. Ταράχθηκα με το πόσο μικρή και παιδούλα έμοιαζε τη στιγμή εκείνη. Τα κοκκινισμένα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα με φόβο. Για λίγα δευτερόλεπτα έφερα στο νου μου τη στοίβα των εγγράφων που συσσωρεύοταν στο γραφείο μου. «Βεβαίως θα μείνω», της απάντησα. Άλλωστε, όταν αρχικά είχα ενταχθεί ως εθελόντρια δεν το είχα κάνει για να συμπληρώνω χαρτούρα. Είχα μια ειλικρινή, αν και ολοκληρωτικά παραπλανημένη επιθυμία να προσφέρω τη βοήθειά μου σε γυναίκες που αντιμετωπίζουν κρίση.

Η Λίλυ άλλαξε πίσω από ένα παραβάν και πήρε θέση στο χειρουργικό κρεβάτι σε ελάχιστες στιγμές. Φαινόταν πως είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με την πραγματικότητα για το τι επρόκειτο να πράξει και ξεκίνησε να κλαίει απαλά. Η αναισθησία τής χορηγήθηκε και έδειξε πως την αποδέχθηκε ο οργανισμός της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ήδη αποκοιμηθεί. Κάθισα δίπλα της και κράτησα την παλάμη της, όπως της είχα υποσχεθεί να κάνω.

Η επέμβαση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και όσο ήμουν σε θέση να καταλάβω είχε προχωρήσει ομαλά. Αντιλήφθηκα ένα σημάδι ανακούφισης για την ημιαναίσθητη έφηβη πάνω στο κρεβάτι. Έμοιαζε τόσο ευάλωτη, ξαπλωμένη πάνω σε αυτό. «Ένα λεπτό ακόμη γλυκιά μου», της ψιθύρισα, «τα πας τέλεια».

Διανοητικά είχα μεταφερθεί ήδη στις υποχρεώσεις που είχα αφήσει σε εκκρεμότητα, αξιολογώντας τι έπρεπε να τεθεί σε προτεραιότητα, γιατί ήταν επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθεί εκείνη την ημέρα και τι μπορούσε να αναβληθεί για αργότερα μέσα στην εβδομάδα, όταν αντιλήφθηκα μια απότομη αλλαγή στην ως συνήθως στωική έκφραση του προσώπου του ιατρού. Η καρδιά μου καταποντίστηκε.

«Το μηχάνημα του υπερήχου», ούρλιαξε.

Ο ιατρός τοποθέτησε άμεσα τον υπέρηχο στην κοιλιά της Λίλυ και όλοι μας, ο ιατρός, η νοσοκόμα κι εγώ, καρφώσαμε το βλέμμα μας στην οθόνη του υπολογιστή. Μου κόπηκε η αναπνοή όταν είδα τη μήτρα της κατάμαυρη. Γνώριζα ασφαλώς τι υποδήλωνε η εικόνα. Η μήτρα της είχε γεμίσει με αίμα. Η Λίλυ αιμορραγούσε.

Ο ιατρός κατευθείαν αναρρόφησε αυτό το οποίο φαινόταν να είναι μια πολύ μεγάλη ποσότητα αίματος και εντός ολίγων δευτερολέπτων ξαναγέμισε.

«Ιμαμπέητ (Hemabate)»(1), απαίτησε. 

Η νοσοκόμα έσπευσε εκτός του χειρουργείου και επέστρεψε εντός δευτερολέπτων με το φάρμακο. Εξακολούθησα να κάθομαι στο πλευρό της Λίλυ, σφίγγοντας την παλάμη της και σιωπηλά προσευχόμουν. Γνώριζα τι ήταν το Ιμαμπέητ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ήμουν παρούσα όταν ένας γιατρός βρισκόταν να το ζητάει με αγωνία.

Έπιασα τον εαυτό μου να ξετυλίγω την έννοια της λέξης. Αναδύθηκε μια ανάμνηση, την οποία είχα θάψει βαθιά μέσα μου με τεράστιο κόπο. Έκλεισα τα μάτια μου και είδα μπροστά μου το πρόσωπο ενός άλλου νεαρού και πολύ μπερδεμένου κοριτσιού, που είχα κάποτε συντροφεύσει. Χαρακτηριστική περίπτωση παιδιού χωρίς έρμα, χωρίς αποκούμπι. Ψάχνοντας για λίγη αναγνώριση και μια στοιχειώδη αίσθηση αξίας, περιφερόταν από τη μια κακή σχέση σε μια χειρότερη.

Όταν κάποια μέρα με κάλεσε για να με ενημερώσει ότι είχε μείνει έγκυος, την έσπρωξα να κάνει έκτρωση και της είπα ότι θα της έκλεινα ραντεβού το επόμενο Σάββατο. Η κοπέλα δεν το ήθελε στα σίγουρα, αλλά εγώ την επηρέασα ότι αυτό ήταν το καλύτερο για την ίδια. Αμφέβαλα για το αν μπορούσε να είναι σίγουρη ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού. Γνώριζα ότι με είχε σε υπόληψη και θα ακολουθούσε την επιλογή που θα έκανα.

Το Σάββατο που ακολούθησε εμφανίστηκε, όπως είχαμε προγραμματίσει. Ετοίμασα όλα τα προαπαιτούμενα έγγραφα, κανόνισα να κάνει πλήρη εξέταση για όλα τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Επειδή ήταν φίλη μου, κάθισα μαζί της κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.

Εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη Ιμαμπέητ. Παρά τη δράση της μερικής νάρκωσης, που είχε λάβει η φίλη μου, κραύγαζε, προφανώς λόγω του αφόρητου πόνου που ένιωθε. Η επαναφορά των λεπτομερειών στη μνήμη μου είναι θολή, αλλά θυμάμαι ξεκάθαρα το αίμα της να χύνεται στο πάτωμα.

«Ιμαμπέητ, Ιμαμπέητ», είχε φωνάξει με όλες του τις δυνάμεις ο ιατρός.

Μέχρι τότε δεν είχα καμία ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Η νοσοκόμα έτρεξε γρήγορα από το θάλαμο και επέστρεψε αστραπιαία με ένα φιαλίδιο. Άρχισαν να βάζουν στο σώμα της, κάτι που δεν κατάλαβα, και συνέχισαν για ώρα, τόση που είχα την αίσθηση ότι διάρκεσε ατελείωτα, ενώ η φίλη μου χτυπιόταν και τους ικέτευε να τη βοηθήσουν. Μετά από περίπου μία ώρα, η αιμορραγία μαζί με τις πονεμένες κραυγές της σταμάτησαν.

Είναι παρήγορο ότι η φίλη μου δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτε από όσα συνέβησαν εντός του χειρουργικού θαλάμου την ημέρα εκείνη. Δεν βρήκα ποτέ το κουράγιο να της πω, ότι παραλίγο να πεθάνει πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Δεν βρήκα ούτε το σθένος να ομολογήσω στον εαυτό μου, ότι ο άμυαλος εξαναγκασμός μου, σχεδόν της στέρησε τη ζωή, όπως έκανε με τη ζωή του μωρού της.

Το χτύπημα του σώματος της Λίλυ με επανέφερε στο παρόν. Η νοσοκόμα ωθούσε τα πόδια της να ανοίξουν όσο περισσότερο ήταν δυνατόν, πάνω στις ειδικές λαβές που ήταν δεμένα. Δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ πόσο αφύσικο έμοιαζε το θέαμα για ανώριμη κοπέλα δεκαέξι ετών. Κρατούσα σφικτά το γαλήνιο χέρι της και έβλεπα με τρόμο να χορηγούν το φιαλίδιο με το φάρμακο κατευθείαν μέσα στη μήτρα της, ενώ στη συνέχεια παραγέμιζαν τον κόλπο και τη μήτρα της με γάζες. Δεν πήρε πολύ χρόνο έως ότου οι γάζες κιτρίνισαν. Τις αφαίρεσαν και τοποθέτησαν νέες. Αυτό έγινε ξανά και ξανά.

Η Λίλυ άρχισε να κινείται. Η επίδραση της νάρκωσης είχε αρχίσει να υποχωρεί. Της χορήγησαν νέα δόση και αργότερα κι άλλη… κι άλλη. Η διαδικασία συνεχίστηκε για τρεις ώρες. Για τρεις ολόκληρες ώρες ήταν ξαπλωμένη στο χειρουργικό τραπέζι. Καθ’ όλη τη διάρκεια εξακολούθησαν να της χορηγούν ενδοφλέβια αντιβίωση, υπερβαίνοντας τα ιατρικώς επιτρεπόμενα όρια. Αλλεπάλληλες φορές αντικατέστησαν τις γάζες, τις αφαιρούσαν όταν πότιζαν από το αίμα και τοποθετούσαν στεγνές. Το δέρμα της ενώ είχε στην αρχή ένα ωραίο απαλό χρώμα, ήταν πλέον τόσο λευκό, που νόμιζες ότι έβλεπες φάντασμα. Η νοσοκόμα ρώτησε αν έπρεπε να την μεταφέρουν σε θάλαμο για επείγοντα περιστατικά.

«Όχι, θα τη θέσουμε υπό έλεγχο», επέμεινε ο ιατρός.

Είχα ήδη δει αρκετά. Απευθύνθηκα στον προϊστάμενο, που με επέβλεπε, και του εξήγησα ότι η κοπέλα βρίσκεται σε κίνδυνο. Χρειαζόταν να μεταφερθεί στα επείγοντα, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Αποσβολώθηκα από την απάντηση:

«Δεν μπορούμε να καλέσουμε ασθενοφόρο».

Δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσω την αιτία. Τίποτα δεν μπορεί να φανεί χειρότερο για μια κλινική εκτρώσεων, από ένα ασθενοφόρο που έρχεται να παραλάβει ασθενή. Αν οι διαδηλωτές υπέρ της ζωής, αντιλαμβάνονταν το πρόβλημα, θα το εκμεταλλεύονταν στο έπακρο και η φήμη της κλινικής θα καταστρεφόταν από τόνους «λάσπης».

Εν τω μεταξύ, ο πατέρας της Λίλυ, που είχε δείξει μεγάλη κατανόηση από την άφιξή του στην κλινική, βημάτιζε ακατάπαυστα μέσα στην αίθουσα αναμονής, στα πρόθυρα της κατάρρευσης από μια κρίση πανικού. Όταν η Λίλυ είχε κλείσει το ραντεβού της, την είχαν ενημερώσει ότι θα παρέμενε στην κλινική για περίπου τρεις ώρες. Ήδη κόντευε τις πέντε, και ο πατέρας της βομβάρδιζε τη γραμματέα με ερωτήσεις για την επέμβαση της κόρη του.

Αποφασίστηκε ότι κάποιος έπρεπε να βγει έξω και να του μιλήσει ή για την ακρίβεια να του πει ψέματα. Ορίστηκε αυτός ο κάποιος να είμαι εγώ. Χρειάστηκα λίγο χρόνο να συνέλθω και να προβάρω όσα είχα να του πω. Αναρωτιόμουν αν θα κατάφερνε να αντιληφθεί την εξαπάτηση. Τα χέρια μου έτρεμαν και η επιδερμίδα μου ήταν ιδρωμένη. Είχα ανάγκη από λίγες ακόμη βαθιές, ελεγχόμενες ανάσες, προτού περιστρέψω το πόμολο της πόρτα και εισέλθω στο χώρο αναμονής. Ο πατέρας της υπερπήδησε όλα τα εμπόδια για να φθάσει πιο γρήγορα σε μένα.

«Πώς είναι; Έχει περάσει τόση ώρα! Γιατί δεν τελείωσε ακόμη;».

Ξεροκατάπια και έκρυψα το δικό μου φόβο με ένα χαμόγελο, προσευχόμενη να μην γινόταν αντιληπτό.

«Κύριε», ξεκίνησα πολύ προσεκτικά, να μην ξεχυθούν οι λέξεις σαν χείμαρρος, «σας ζητώ ειλικρινά συγγνώμη για την καθυστέρηση. Είχαμε μια επέμβαση λίγο πιο πολύπλοκη από όσο υπολογίζαμε, και καθυστερήσαμε. Καταβάλουμε όλες μας τις δυνάμεις να ολοκληρώσουμε το ταχύτερο».

Οι ανασηκωμένοι ώμοι του επέστρεψαν στη φυσιολογική θέση τους και έφυγε το συνοφρύωμα.

«Αα, δόξα τω Θεώ!».

Κάθισε και μου χαμογέλασε. Έμοιαζε σα να του είχε αφαιρεθεί ένα μεγάλος βάρος.

«Δεν θα καθυστερήσουμε πολύ ακόμη, σας ευχαριστούμε για την κατανόησή σας». Έσπευσα να απομακρυνθώ από την ανοικτή πόρτα και κατευθύνθηκα, από το συντομότερο δρόμο, πίσω στο θάλαμο του χειρουργείου, μισώντας τον εαυτό μου σε κάθε βήμα που έκανα.

Ευτυχώς, ο ιατρός κατάφερε τελικά να σταθεροποιήσει την αιμορραγία της Λίλυ. Παρά τον μακρύ χρόνο που της πήρε για να συνέλθει από την απίστευτη δόση αναισθησίας, που της είχαν χορηγήσει και τον σημαντικό πόνο που υφίστατο, αναχώρησε από την κλινική την ίδια ημέρα, υποβασταζόμενη από τον πατέρα της. Κανείς από τους δυό τους δεν είχαν την ελάχιστη αντίληψη για τον εφιάλτη που πέρασε η κοπέλα εκείνη την ημέρα ή το πόσο κοντά έφθασε στο θάνατο.

Η θύμησή της με καταδιώκει. Η βεβαιότητα για τη συμμετοχή μου, όχι μόνο στον τερματισμό της ζωής του μωρού της, αλλά και η συγκάλυψη της φυσικής δοκιμασίας που υπέμεινε το μικροσκοπικό της σώμα, δύσκολα διαχειρίζεται. Όταν ακούω ανθρώπους να εκτοξεύουν συνθήματα, όπως ότι η έκτρωση πρέπει να είναι νόμιμη, ασφαλής και σπάνια, θυμάμαι τη Λίλυ και αμέτρητες άλλες σαν και αυτή. Ορισμένες δεν ήταν αρκετά τυχερές, ώστε να καταφέρουν να φύγουν περπατώντας από την κλινική, αντιθέτως πέρασαν την έξοδο μέσα σε νεκρόσακους. Οπουδήποτε και αν βρίσκεται, προσεύχομαι να έχει βρει πνευματική ισορροπία και γαλήνη, όπως επίσης προσεύχομαι να έχω την ευκαιρία κάποια μέρα να της πω πρόσωπο με πρόσωπο, πόσο βαθιά και ειλικρινά έχω μετανιώσει.

Σημείωση:

(1) Το Hemabate είναι συνθετικό ανάλογο προσταγλανδίνης, που χορηγείται ως μητροσυσπαστικό σε περιπτώσεις βαριάς αιμορραγίας της μήτρας μετά από άμβλωση ή τοκετό.

 

Πηγή:

ABBY JOHNSON, «THE WALLS ARE TALKING», FORMER ABORTION CLINIC WORKERS TELL THEIR STORIES, IGNATIUS PRESS, SAN FRANCISCO, 2016.

Προσαρμογή:  «Αφήστε με να Ζήσω!».

 

Αν βρίσκετε ενδιαφέρον το άρθρο μοιραστείτε το με τους γνωστούς σας!